- σιγομιλώ
- -άω, Νμιλώ με χαμηλή φωνή, μιλώ ήρεμα και σιγανά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιγομίλημα — το, Ν [σιγομιλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγομιλώ, συνομιλία που γίνεται σε χαμηλούς τόνους … Dictionary of Greek
μικρολαλώ — μικρολαλῶ, έω (Μ) [λαλώ] σιγομιλώ, μουρμουρίζω, γκρινιάζω … Dictionary of Greek